- υπερθερμαντήρας
- ο, Ντεχνολ. συσκευή-εξάρτημα ατμολέβητα, μέσα στην οποία ο ήδη κορεσμένος ατμός θερμαίνεται πέρα από τη θερμοκρασία που αντιστοιχεί στην πίεσή του.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερθερμαίνω + κατάλ. -τήρας (πρβλ. κινη-τήρας). Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. surchauffeur].
Dictionary of Greek. 2013.